Γράφει ο: Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος
Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
«Εις το βουνό ψηλά εκεί
είν’ εκκλησιά ερημική,
το σήμαντρό της δεν κτυπά
δεν έχει ψάλτη ουτέ παπά...»
Είναι προφανές ότι η εικόνα που περιγράφεται αμέσως πιο πάνω είναι οικεία στους περισσότερους από τους αναγνώστες. Στην ελληνική επικράτεια υπάρχουν διάσπαρτα ερημικά εξωκκλήσια, γατζωμένα στις απόκρημνες πλαγιές κακοτράχαλων βουνών, που μένουν για καιρό βυθισμένα στη σιωπή της ησυχίας• που ο ψάλτης δεν τιμά με την παρουσία του το αναλόγιο τους και το σήμαντρό τους δεν κτυπά... Ωστόσο, την εικόνα αυτή μιας εκκλησίας που η καμπάνα της δεν θα κτυπά ή θα κτυπά με ορισμένο ρυθμό και τρόπο, σε προκαθορισμένη ένταση και σε συγκεκριμένο χρόνο, ίσως να αντικρίζουμε πιο συχνά στο μέλλον, εάν τελικώς υλοποιηθεί η νομοθετική ρύθμιση, την οποία προωθεί εσχάτως το Υπουργείο Περιβάλλοντος και προβλέπει «περιορισμό και έλεγχο της έντασης με την οποία κτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών» [1].
Σύμφωνα με την κρατούσα συνήθεια, οι καμπάνες των εκκλησιών έχουν ρυθμιστεί να κτυπούν για δύο λόγους: Όπως υπογραμμίζεται στη με αριθμό 1214/2003 απόφαση του Πρωτοδικείου Βόλου[2], ο ένας ανάγεται στην καθημερινή και κυριακάτικη λατρεία, που κατά προορισμό τελείται στον ναό. Προειδοποιεί, κατά τα ειωθότα στην ορθόδοξη λατρευτική παράδοση, ότι θα γίνει κάποια ακολουθία ή επισημαίνει κάποιο σημείο της λατρείας που ήδη άρχισε. Έτσι, έχει ρυθμιστεί συνήθως να κτυπάει η μεγάλη καμπάνα σύντομα και απλά πριν την έναρξη του όρθρου το πρωί και του εσπερινού το απόγευμα, καθώς και όλες μαζί οι καμπάνες κάθε Κυριακή την ώρα της δοξολογίας στο τέλος του όρθρου, πριν την έναρξη της θείας λειτουργίας. Ο άλλος λόγος, για τον οποίο είθισται να κτυπάει η μία από τις μικρές καμπάνες, ανάγεται στη λειτουργία του ωρολογίου του κωδωνοστασίου, το οποίο αποτελεί και το ωρολόγιο του κάθε οικισμού. Χτυπάει μία φορά σε κάθε ημίωρο και στην αλλαγή κάθε ώρας τόσες φορές, όσες και οι σημαινόμενες ώρες.
Είναι γεγονός ότι η χρήση της καμπάνας έχει προκαλέσει κατά καιρούς έντονες αντιδράσεις. Έτσι, δεν έλειψαν οι προσφυγές στα δικαστήρια από ιδιοκτήτες ακινήτων, τα οποία γειτνίαζαν με ιερούς ναούς, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι προσβάλλεται παρανόμως η προσωπικότητά τους [3], καθώς η λειτουργία του κωδωνωστασίου του ναού υπερέβαινε, κατά τους ισχυρισμούς τους, το ανεκτό όριο ήχου, που δικαιολογείτο από την αιτία αυτή και συνεπώς διαταρασσόταν η ησυχία τους και απειλείτο η ψυχική τους υγεία.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η χρήση της καμπάνας εμφανίζει ποιοτικές διαφοροποιήσεις• άλλο είναι να κτυπά για να σημαίνει την ώρα και άλλο για να εξυπηρετεί τις λειτουργικές ανάγκες της εκκλησίας. Στην πρώτη περίπτωση, μολονότι έχει νομολογηθεί ότι η λειτουργία του ρολογιού αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής ενός τόπου και είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη της εκκλησίας του[4], θα μπορούσε να γίνει δεκτή η διακοπή της σύνδεσης της καμπάνας του ναού με το ρολόι, που είναι τοποθετημένο στην εκκλησία, δεδομένου ότι «το ρολόι της εκκλησίας δεν είναι πλέον απαραίτητο ούτε προσφέρει ουσιαστική χρησιμότητα στους κατοίκους της γύρω περιοχής ή του χωριού, αφού στη σημερινή εποχή κάθε πρόσωπο και κάθε νοικοκυριό μπορεί ευχερώς να αποκτήσει ένα ρολόι»[5].
Ωστόσο, η δεύτερη περίπτωση είναι εντελώς διαφορετική και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Συγκεκριμένα, είναι αναμφίβολο ότι εν προκειμένω η χρήση της καμπάνας, συνδεόμενη στενά με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας[6], συνιστά μέρος της θρησκευτικής λατρείας, η ελεύθερη και ανεμπόδιστη άσκηση της οποίας, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία, έχει ενυλωθεί στο άρθρο 13 του Συντάγματος [στο εξής: Σ.].
Παραλλήλως, στο άρθρο 24 Σ. προβλέπεται ότι «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός», τη στιγμή που ο κοινός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει στον βασικό περιβαλλοντικό νόμο[7] την προστασία από την ηχορρύπανση ως μορφή προστασίας του περιβάλλοντος, ορίζει δε ως ρύπανση «... την παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου... σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία...»[8]. Τούτων δοθέντων, γεννάται το ερώτημα εάν ο θόρυβος που εκπέμπουν οι κωδωνοκρουσίες, οι οποίες, ως εκδήλωση της θρησκευτικής λατρείας, εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του άρθρου 13 Σ. συνιστά ηχορρύπανση και συνακολούθως ακυρώνει την προστασία του περιβάλλοντος, που αποτελεί τη στόχευση του άρθρου 24 Σ.
Κατ´ αρχάς, είναι αναγκαίο να τονιστεί αφετηριακώς ότι οι ήχοι αποτελούν στοιχείο της φυσιογνωμίας ενός τόπου[9], επομένως για την ταυτότητα του λόγου, ο ήχος της καμπάνας της εκκλησίας ενός τόπου συνιστά σημαντικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του, ακριβώς ειπείν του θρησκευτικού πολιτιστικού περιβάλλοντός του[10], το οποίο, ως υποσύστημα του καθ´ όλου περιβάλλοντος, εμπεριέχεται αυτονοήτως στο αντικείμενο προστασίας του άρθρου 24 Σ. Συνεπώς, οι κωδωνοκρουσίες που εξυπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες της εκκλησίας προστατεύονται τόσο από το άρθρο 13 Σ., ως μέρος της θρησκευτικής λατρείας και ως τρόπος εκδηλώσεώς της όσο και από το άρθρο 24 Σ., αφού αποτελούν, σύμφωνα με την ερμηνευτική σημασιοδότηση της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως, αναπόσπαστο στοιχείο του θρησκευτικού περιβάλλοντος ενός τόπου. Έτσι, δεν λειτουργεί εν προκειμένω η πρόβλεψη του άρθρου 24 Σ. περί προστασίας του περιβάλλοντος ως περιορισμός στην άσκηση του δικαιώματος που τυποποιείται στο άρθρο 13 Σ. περί θρησκευτικής ελευθερίας και ειδικώς περί ελευθερίας της λατρείας και επίσης δεν τίθεται ζήτημα επικρατήσεως του ενός δικαιώματος επί του άλλου. Ακόμα και εάν όμως ήθελε υποτεθή ότι μεταξύ των δύο συνταγματικών διατάξεων υφίσταται σχέση συγκρουσιακής διαπάλης, πράγμα το οποίο, κατά την άποψή μας, δεν ισχύει, τότε θα πρέπει, δοθέντος ότι από το Σύνταγμα δεν προκύπτει in abstracto επικράτηση του ενός δικαιώματος επί του άλλου, να γίνεται μία in concreto οριοθέτηση των πεδίων εφαρμογής των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, σύμφωνα με τις αρχές της ad hoc σταθμίσεως των αντιτιθέμενων συμφερόντων και της πρακτικής αρμονίας και αναλογικής εξισορροπήσεως, εφαρμόζοντας και την αρχή της αναλογικότητας, που κατοχυρώνεται πλέον και συνταγματικώς στο άρθρο 25 § 1, με τέτοιον τρόπο ώστε τα προστατευόμενα αγαθά να διατηρούν την κανονιστική τους εμβέλεια[11].
Ενόψει των ανωτέρω, ο νομοθετικός περιορισμός και έλεγχος της εντάσεως με την οποία κτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών, με το επιχείρημα ότι εξασφαλίζεται τοιουτοτρόπως αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος[12], μάλλον υπερακοντίζει τον σκοπό της διατάξεως του άρθρου 24 Σ. Άλλωστε, μία κοινωνία, η οποία επικαλείται σε κάθε της έκφανση την ανάγκη επιδείξεως ανοχής απέναντι στην ετερότητα των αντιλήψεων, τη διαφορετικότητα των συμπεριφορών και την ποικιλότητα των «θορύβων», από οπουδήποτε και εάν προέρχονται, είναι τουλάχιστον υποκριτικό να αδυνατεί να «ανεχθεί» τις όποιες «ενοχλήσεις» (εάν υπάρχουν τέτοιες) που προέρχονται από τον ήχο των καμπανών, δεδομένου ότι ο τελευταίος και μικρή διάρκεια συνήθως έχει και σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής μας ταυτότητας αποτελεί...[13]
Υ π ο σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς
[1].Μ. ΤΡΑΤΣΑ, «Σιωπητήριο στις ...καμπάνες», Το Βήμα της Κυριακής, 24.7.2011, σελ. Α 35.
[2]. Νομοκανονικά 1/2004, σελ. 167 επ. = Ελληνική Δικαιοσύνη έτ. 2004, τόμ. 45, σελ. 601.
[3]. Άρθρο 57 Αστικού Κώδικα.
[4]. ΕιρΜυλοποτάμου 15/2002, De Lege 2005, σελ. 112.
[5]. Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, «Εκκλησιαστική ηχορρύπανση», εφ. «Το Βήμα της Κυριακής», 20.8.2006, σελ. Α 40.
[6].Βλ. Σ. Ν. ΤΡΩΙΑΝΟ, Παρατηρήσεις στην ΜΠρΒόλ 1214/2003, Εκκλησία, έτ. Π´, τεύχ. 7, Ιούλιος 2003, σελ. 545-546 και τις εκεί σχετικές παραπομπές.
[7].Πρόκειται για τον Ν. 1650/1986, ο οποίος πάντως περιγράφει γραφειοκρατικά τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη και αναβάλλει την προστασία του περιβάλλοντος επ’ αόριστον, μεταθέτοντας το σχετικό βάρος στο ΣτΕ, που με τη νομολογία του διορθώνει τις αστοχίες του νομοθέτη και εξορθολογίζει κατά το δυνατόν την ιδιωτική λεγόμενη πρωτοβουλία• βλ. σχετικώς Κ. ΣΟΦΙΑΝΟ, λήμμα Δίκαιο Περιβάλλοντος, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, 1992, τόμ. 49, σελ. 15.
[8].Άρθρο 2.
[9].Έτσι Θ. ΒΛΑΣΤΟΣ - Τ. ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ, «Θόρυβος στις πόλεις. Οι δυσκολίες για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική», Περιβάλλον & Δίκαιο, 1/1999, έτ. 3, τεύχ. 7, σελ. 68.
[10].Για την έννοια του θρησκευτικού περιβάλλοντος βλ. Θ. Χ. ΤΣΙΒΟΛΑ, «Η συνταγματική προστασία του θρησκευτικού περιβάλλοντος», Νομοκανονικά 1/2009, σελ. 41 επ. και προσφάτως ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Η έννομη προστασία των θρησκευτικών πολιτιστικών αγαθών, διδ. διατριβή (πολυγραφημένη), Αθήνα, 2011, passim.
[11].ΑΠΔΠΧ 58/2007, Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Ετήσια Έκθεση 2007, Εθνικό Τυπογραφείο 2008, σελ. 205 επ., εδώ σελ. 206.
[12].Βλ. σχετικώς το με αριθ. 17005/2004 Πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη.
[13].ΕιρΧερσονήσου 143/1997.