In memoriam
Μακάριοι οι ταπεινοί τη καρδία…
Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός και Πατριάρχης Σερβίας Παύλος
Του Γ. Ι. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Δικηγόρου – Δρ Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ζούμε σε μία εποχή, όπου κυριαρχεί η λογική της υπερβολής. Μέσα σε αυτή την επέλαση του «πολύ» και του «μεγάλου», βιώνουμε συχνά την υπερεπάρκεια των εντυπώσεων, αδυνατούμε, όμως, να εστιάσουμε στην ουσία των πραγμάτων. Για αυτό και ξενίζει μία αθόρυβη ανθρώπινη παρουσία, ιδίως όταν αυτή διαχειρίζεται ένα υψηλό, κοσμικό ή εκκλησιαστικό, αξίωμα. Προκαλεί θυμηδία η απουσία εκκωφαντικών χειροκροτητών, που συνοδεύουν τις εμφανίσεις των «επισήμων». Θεωρείται αδιανόητο να μην είναι βυθισμένη η ζωή των, πάσης φύσεως, αξιωματούχων, στα πουπουλένια στρώματα μιας αυτάρεσκης πολυτελείας, που επαληθεύει διαρκώς την κομπορρημοσύνη της εξουσίας και τροφοδοτεί αφειδώλευτα την αλαζονεία των εκπροσώπων της.
Κι όμως, είναι παρήγορο ότι δεν είναι όλοι ίδιοι. Στις σελίδες της Ιστορίας μπορεί κανείς να συναντήσει προσωπικότητες που δεν άντεχαν αυτή τη λογική του κομπασμού και της επιδειξιομανίας· που δεν τύφλωσε τη συνείδησή τους η λάμψη του αξιώματός τους· που έζησαν έξω από τη συμβατικότητα του καθωσπρεπισμού και πέρα από τους τυπολατρικούς κανόνες του αυστηρού πρωτοκόλλου. Ο φετινός Δεκέμβριος δίνει την αφορμή για μία τέτοια συνάντηση. Επίσημοι προσκεκλημένοι σε αυτό το κάλεσμα της Ιστορίας, δύο εξέχουσες, εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες· από τη μια, ο αείμνηστος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωγιανής και Κονίτσης Σεβαστιανός και από την άλλη ο πολιός Πατριάρχης των Σέρβων Παύλος. Κοινό τους γνώρισμα είναι ότι και οι δύο έχουν σπάσει το φράγμα της επιγειότητας και γεύονται του εύχυμους καρπούς της μακαρίας αιωνιότητας. Ο πρώτος, ήδη προ δεκαπενταετίας (12.12.1994) και ο δεύτερος, μόλις προ σαράντα περίπου ημερών (15.11.2009). Υπήρξαν και οι δύο εμβληματικές προσωπικότητες. Οι δρόμοι τους δεν συναντήθηκαν. Αντάμωσαν όμως οι ζωές τους: το απέριττο ύφος της βιοτής τους και η εύλαλη ταπεινότητα της φυσιογνωμίας τους.
Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός, πέραν της ποιμαντικής του δράσεως, έχει εγγραφεί στη συνείδηση του εκκλησιαστικού σώματος ως ο σηματωρός και κήρυκας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι το μητροπολιτικό «μέγαρο» της Κόνιτσας, στο οποίο αναπαυόταν από τους νυχθήμερους κόπους της πολυεύθυνης ποιμαντορίας του, ήταν παμπάλαιο. Πεισμόνως αρνείτο κάθε επισκευή, που όχι μόνο θα γεννούσε την εντύπωση ότι ο Δεσπότης διάγει βίο πολυτελή, αλλά ακόμα και εκείνην που θα του εξασφάλιζε τους στοιχειώδεις όρους ασφαλούς διαμονής. Η ξύλινη σκάλα που ένωνε το Ισόγειο με τον επάνω όροφο έτριζε σε κάθε μας βήμα. Θαρρείς και δεν άντεχε το βάρος της απρόσκλητης παρουσίας μας… Το καλοκαίρι του 1992 τον επισκέφθηκα σε αυτό το μητροπολιτικό ερείπιο. Εκεί γνώρισα έναν «άλλον» Σεβαστιανό. Έκανε τα πάντα για να μου εκφράσει τα φιλόξενα αισθήματά του. Χωρίς επιτηδειότητα και ίχνος κοσμικής αβροφροσύνης, αλλά με γνήσια, αυθεντική συμπεριφορά, που αποτελούσε ψηλαφητή απόδειξη του ότι αναγνώριζε στο πρόσωπο του συνομιλητή του την ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου, στο οποίο αντίκρυζε την εικόνα του Θεού. Κάποια στιγμή, κι ενώ είχε μεσιάσει η συνομιλία μας, μου ζήτησε συγνώμη που δεν φρόντισε να μου προσφέρει κάτι. Σηκώθηκε αμέσως ο ίδιος από την καρέκλα, διάβηκε το διάδρομο με ανάλαφρα βήματα και κατευθύνθηκε στο μικρό κουζινάκι. Λίγα λεπτά αργότερα, επέστρεψε στον χώρο του γραφείου του και ακούμπησε πάνω σε ένα μικρό τραπεζάκι ένα ποτήρι νερό κι ένα γλυκό του κουταλιού. - Αυτά είναι για σένα, μου είπε και, αφού γεύτηκα τη γλυκύτητα της χειρονομίας του, συνεχίσαμε την κουβέντα μας.
…Την ίδια στιγμή, τελειώνοντας η συνεδρίαση της Σερβικής Συνόδου στο Βελιγράδι, ο πατριάρχης Παύλος ξεκινάει κατά τη συνήθειά του να πάει στον εσπερινό στον Καθεδρικό Ναό. Βγαίνοντας, βλέπει στο πάρκινγκ ένα πλήθος από πολυτελή μαύρα αυτοκίνητα και ρωτά:
-Σε ποιόν ανήκουν αυτά τα αυτοκίνητα;
-Είναι των επισκόπων που ήρθαν για τη σύνοδο μακαριώτατε, του απάντησε ένας ιερέας που τον συνόδευε.
Ω, ο Θεός να τους φυλάει. Με τι θα κυκλοφορούσαν, άραγε, εάν δεν είχαν δώσει τη μοναχική υπόσχεση της ακτημοσύνης;
Ο πατριάρχης αρνείτο, πολλές φορές, να πάρει και τον μισθό του και αρκείτο στη σύνταξη που είχε ως πρώην επίσκοπος Ράσκα και Πρίζρεν. Τα ρούχα του και τα παπούτσια του τα διόρθωνε μόνος…Του έμεναν και χρήματα από τη μικρή του σύνταξη, τα οποία έδινε στους φτωχούς και σε άλλες αγαθοεργίες. Διηγούνται κάποιοι ότι, όταν οι ιεράρχες ζήτησαν το 1962 αύξηση μισθών, ο Παύλος -επίσκοπος τότε- είπε έκπληκτος: «Γιατί να γίνει αύξηση αφού δεν μπορούμε να ξοδέψουμε ούτε αυτά που έχουμε»; (http://www.vatopaidi.wordpress.com, 3.12.2009).
Και οι δύο Ιεράρχες δίδαξαν, δίχως αμφιβολία, πολλά με την ταπεινότητά τους. Συγκίνησαν με την ακτημοσύνη τους και ενέπνευσαν με την απλότητά τους. Ανυψώθηκαν στον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης όχι για να βολευτούν στον επισκοπικό τους θρόνο και να απολαύσουν τις κοσμικές τιμές του εκκλησιαστικού τους αξιώματος, αλλά για να κηρύξουν τον πλούτο της πτωχείας και τη μεγαλοπρέπεια της απλότητας. Πρότυπό τους υπήρξε το μικρό βρέφος της Βηθλεέμ, που δέχθηκε «εν φάτνη αλόγων ανακλιθήναι»· που χώρεσε στην ανθρώπινη φύση για να πραγματώσει το έργο της σωτηρίας…Για αυτό, αν και έφυγαν από τον κόσμο αυτό, είναι τόσο ζωντανοί και τόσο παρόντες. Και συνεχίζουν να «μιλούν» με την ανάμνηση της απέριττης βιοτής τους, που αποτελεί συνάμα υπόμνηση του δικού μας οφειλετικού χρέους…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου